Η Jia*, εργάζεται ως σύμβουλος με έδρα το Μανχάταν. Εξομολογείται στο BBC ότι: «κατά την διάρκεια της επαγγελματικής μου πορείας ένιωθα πολύ δυναμική και ήμουν 100% έτοιμη να αποδείξω ότι ήμουν η γυναίκα που μπορούσε να τα κάνει όλα: να έχω μία επιτυχημένη καριέρα και παράλληλα να είμαι σπουδαία μητέρα».
Σήμερα, αισθάνεται ότι την παραγκωνίζουν λόγω του φύλου της, ιδίως όταν έγινε μητέρα το 2018. Έχει αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος των ευθυνών φροντίδας των παιδιών, επειδή ο σύζυγός της, λόγω δουλειάς ταξιδεύει συχνά.
Όταν ήρθε η πανδημία οι συνθήκες χειροτέρεψαν. Ο παιδικός σταθμός της κόρης της έκλεισε. Εκείνη έπρεπε να την προσέχει στο σπίτι ενώ προσπαθούσε να κρατηθεί όρθια στη δουλειά της. Στις αρχές του 2021, ο θεραπευτής, της είπε ότι έπασχε από υπερκόπωση. Αναφέρει ότι δεν είχε ποτέ πριν φροντίσει την ψυχική της υγεία.
Η ιστορία της Jia είναι σύμπτωμα μιας βαθιά ριζωμένης ανισορροπίας στην κοινωνία, την οποία η πανδημία όχι μόνο ανέδειξε αλλά και επιδείνωσε. Οι γυναίκες, ιδίως οι μητέρες, εξακολουθούν να έχουν περισσότερες πιθανότητες από τους άνδρες να διαχειρίζονται ένα πιο σύνθετο σύνολο ευθυνών σε καθημερινή βάση – έναν συχνά απρόβλεπτο συνδυασμό υποχρεώσεων σπιτιού παράλληλα με την δουλειά τους.
«Ένιωθα την καριέρα μου να γλιστράει μέσα από τα χέρια μου και δεν μπορούσα να κάνω απολύτως τίποτα γι’ αυτό», είπε η Jia.
Οι στατιστικές δείχνουν ότι το άγχος και η επαγγελματική υπερκόπωση επηρεάζουν περισσότερο τις εργαζόμενες μητέρες. Αυτό θα μπορούσε να έχει πολλαπλές επιπτώσεις για τον μετα-πανδημικό κόσμο της εργασίας. Σύμφωνα με έρευνα του LinkedIn σε σχεδόν 5.000 Αμερικανούς, το 74% των γυναικών δήλωσαν αγχωμένες με την εργασία τους, σε σύγκριση με μόλις το 61% των ερωτηθέντων εργαζομένων ανδρών.
Τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους, την ώρα που η πανδημία κέρδιζε έδαφος, περισσότερες από 860.000 γυναίκες εγκατέλειψαν το εργατικό δυναμικό των ΗΠΑ, έναντι μόλις 200.000 ανδρών.
ΠΗΓΗ : ΑΠΕ ΜΠΕ